δεινολογία

δεινολογία
η (AM δεινολογία)
το να μιλάει κανείς συνεχώς για τα δεινά του, τα βάσανά του, υπερβολική μεμψιμοιρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινολογούμαι (βλ. δεινολογώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δεινολογία — δεινολογίᾱ , δεινολογία exaggerated complaint fem nom/voc/acc dual δεινολογίᾱ , δεινολογία exaggerated complaint fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεινολογίαι — δεινολογίᾱͅ , δεινολογία exaggerated complaint fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεινολογίαν — δεινολογίᾱν , δεινολογία exaggerated complaint fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”